Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΑΚΗΣ

Ελευθεροτυπία, Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2010
Ο θεός της Κρήτης ήταν μαζί του
Της Ν. ΚΟΝΤΡΑΡΟΥ-ΡΑΣΣΙΑ

Δεν πρόλαβα τελικά να βεβαιωθώ αν όντως δοκίμασε ο Γιάννης Σακελλαράκης μια προϊστορική ελιά, όπως έλεγε. Ούτε αν η γεύση της ήταν γλυκόπικρη, όπως και η ζωή του αρχαιολόγου, του αφιερωμένου στην ποιητική τής ανασκαφής και στην αναζήτηση του ανθρώπινου ίχνους μέσα από την αρχαία σκόνη.

Από την ιστορική ανασκαφή του Ιδαίου Αντρου Από την ιστορική ανασκαφή του Ιδαίου Αντρου Μου αρκούσε η πολύχυμη γεύση που άφηναν τα υπέροχα συγγραφικά ονειροπολήματά του και η μαγεία τού «ένδον σκάπτε» στη γη και στην ψυχή του με τα οποία μας φιλοδωρούσε κάθε τόσο. Πριν μας αποχαιρετήσει οριστικά ανήμερα την 28η Οκτωβρίου.

Η είδηση του θανάτου του έγινε δεκτή με θρήνους στη «θετή» του πατρίδα, την Κρήτη. Οι δικοί του άνθρωποι, όμως, με πρώτη τη σύντροφό του Εφη Σακελλαράκη, ανέλαβαν αμέσως την τελευταία διόρθωση της επιστημονικής δημοσίευσης των ανασκαφών του στο Ιδαίον Αντρο και ένα αφιέρωμα στο έργο του. Υποσχέθηκαν να τον κρατήσουν ζωντανό: ωραίο ως έφηβο Ιδομενέα, όπως ήταν στα νιάτα του. Ως μάγο και ποιητή, όπως αποκαλύπτεται μέσα από τα κείμενά του.

«Γεννήθηκα στην οδό Ηπείρου, στην Αθήνα. Δεν είμαι Κρητικός», έλεγε. Κανείς δεν τον πίστευε. Δεν μπορεί; Ολο και κάποια βαθιά ρίζα θα τον συνέδεε με τη μεγαλόνησο, για να την ερωτευτεί τόσο. «Στις παιδικές μου μνήμες πάντα υπάρχουν τα κύματα της ακρογιαλιάς, του Σκαραμαγκά, του Πειραιά, του Σαρωνικού ή του Αιγαίου. Φαντάζομαι πως κάποιο τέτοιο απροσδιόριστο κύμα έβαλε στο νου μου το στόχο της ζωής μου, την έρευνα του προϊστορικού Αιγαίου, και στην καρδιά μου τη στάση ζωής του ταξιδιώτη», σημείωνε στο βιβλίο του «Η ποιητική της ανασκαφής».

Στην Κρήτη τον τράβηξε ο Καζαντζάκης. «Γι' αυτό μου έγραψε κάποτε εκείνα τα ενθαρρυντικά λόγια, με μια ευχή: "Ο θεός της Κρήτης μαζί σας πάντα". Και πέρασαν τόσα χρόνια να καταλάβω πως εννοούσε τον Μινωίτη, ετήσια αναγεννώμενο, θεό της βλάστησης, τον Κρητογενή Δία Κρητών και Ελλήνων, τον Ιδαίο Δία του Ψηλορείτη», έγραφε ο Γιάννης Σακελλαράκης.

Ανασκάπτοντας το παρελθόν

«Νομίζω πως αν αφήσω κάτι στην κρητική αρχαιολογία θα είναι ακριβώς η έννοια της διάστασης των βουνών. Ο τόπος απ' όπου ξεπήδησε, από τα μινωικά κιόλας χρόνια, κάθε δυνατό αίσθημα, και μάλιστα της ελευθερίας και της ειρήνης. Αντίδωρο για όσα πολλά κέρδισα, και δεν εννοώ πια τα ευρήματα. Γιατί λογαριάζω τα αισθήματα των ανθρώπων των βουνών. Ο,τι βρήκα στις 29 Αυγούστου του 1984 στο Ιδαίον Αντρο δεν ξαναβρέθηκε ποτέ από κανέναν», επισημαίνει. Τι ήταν αυτά; Αντικείμενα που είχε κρύψει στα χώματα της ανασκαφής ένας ανώνυμος Ανωγειανός. Τα είχε βρει πριν από χρόνια, όταν η σπηλιά ήταν ξέφραγο αμπέλι.

Αυτή η ανασκαφή για τα μάτια ενός μαθητή του ήταν αποκαλυπτική. «Για τη χαρά που εισπράτταμε όλοι μας όταν μας σύστηνε στους υψηλούς καλεσμένους του, σαν τη Μελίνα Μερκούρη. Για τις "πολιτιστικές εκδηλώσεις" κάτω από το αυγουστιάτικο φεγγάρι, με τη βαθιά φωνή του και την άγρια λύρα τού αλλοπαρμένου Ανωγειανού λυράρη. Για τις συχνές μας επισκέψεις στα Ανώγεια, όπου μας έκανε να καταλάβουμε την ύπαρξη μιας Κρήτης με πανάρχαιες μνήμες, που επιζούν στην καθημερινή ζωή των κατοίκων, στις γιορτές και τα τραγούδια τους, στους μύθους και την προγονική μνήμη ενός κόσμου που έχει χτίσει ολόκληρη την ιστορία του γύρω από μια έννοια: την υπερηφάνεια».

Ο πρώτος τόπος που πάτησε στη μεγαλόνησο ήταν οι Αρχάνες, με τις οποίες έμελλε να συνδέσει τα όνειρα αλλά και τους εφιάλτες του. Σε ηλικία 27 χρόνων είναι επιμελητής αρχαιοτήτων στο Ηράκλειο. Γράφει: «Ημουν το παιδί για όλες τις δουλειές. Ανάμεσα σε διάφορες μικρές σωστικές ανασκαφές, που έπρεπε να κάνω στη μισή τουλάχιστον Κρήτη, είχα να ερευνήσω και ένα βύθισμα του εδάφους, όπου λίγο έλειψε να βουλιάξει ένας γάιδαρος, σε ένα αμπέλι έξω από τις Αρχάνες. Το βύθισμα δεν ήταν τίποτα σπουδαίο. Ενας μικρός θαλαμωτός τάφος. Και το χειρότερο, άδειος, χωρίς ούτε καν κόκαλα».

Ετσι ξεκίνησε η αναζήτηση του ανακτόρου των Αρχανών, που άρχισε να αποκαλύπτεται. Και στη συνέχεια το νεκροταφείο στο Φουρνί, ο ναός στα Ανεμόσπηλια. Στα Ανεμόσπηλια, «πριν από τριάντα εφτά αιώνες, σε μια εποχή που άγριοι σεισμοί σάρωναν την Κρήτη, ένας Μινωίτης ιερέας προσπάθησε να εξορκίσει τη μεγάλη καταστροφή με μια σπάνια, απελπισμένη πράξη: στη θεότητα του ναού της λοφοπλαγιάς πρόσφερε την πιο μεγάλη θυσία: μια ανθρώπινη ζωή». Θύμα και θύτης θάφτηκαν την ίδια στιγμή από σεισμική δόνηση, που γκρέμισε το ιερό. Δεν πρόλαβε ο Σακελλαράκης να εκφράσει την εικασία του κι άρχισε ένας λυσσαλέος πόλεμος εναντίον του από τους θιασώτες της καθαρής φυλής των αρχαίων Ελλήνων, που δεν έκαναν τέτοιες... βαρβαρότητες. Η άποψη αυτή του στοίχισε μια καθηγητική έδρα και στέρησε γενιές νέων αρχαιολόγων από έναν προικισμένο δάσκαλο.

Ωστόσο, μαθητές έβγαλε. Ενας από αυτούς τον θυμάται στις Αρχάνες: «Μπροστά από το λιτά επιπλωμένο, καλαίσθητο γραφείο, όπου δέσποζε ένα σκίτσο του Φασιανού και μια αφίσα από έκθεση του Kokoschka βρισκόταν η βόρεια αυλή με την πλούσια βλάστηση στα παρτέρια, που θύμιζε παραδείσιο τοπίο από μινωική τοιχογραφία. Πιο πέρα, ένα μπλε τραπέζι ήταν στολισμένο με ένα φουντωτό βασιλικό -επιτακτική η παρουσία του στις Αρχάνες- και ο Γιάννης Σακελλαράκης συχνά-πυκνά τον άγγιζε, για να σκορπίσει την ευωδιά του, που σαν κάτι να του θύμιζε. Σ' ένα άλλο τραπέζι στην αυλή υπήρχε μονίμως ένα μεγάλο σταχτοδοχείο, απαραίτητο σκεύος για τον αρειμάνιο καπνιστή Σακελλαράκη».

Ζήτησε τα οστά του να ταφούν στην κρητική Ζώμυνθο, που ανακάλυψε. Και η γλάστρα με το βασιλικό που θα στολίζει το μνήμα του, θα θυμίζει εκείνη που του πρόσφερε κάποτε ο Αριστείδης ο μαντιναδολόγος μαζί με δυο στιχάκια: «Το χώμα που 'χουν τα βουνά πήρανε τα μαλλιά σου,/ μα ό,τι γυρεύεις μες στη γης βρίνεται στην καρδιά σου».*

Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010