Σάββατο 29 Μαΐου 2010

La double vie de Veronique Ζμπίγκνιου Πράισνερ




Έχοντας στις αποσκευές του μία Αργυρή Άρκτο και δυο βραβεία César, ο Πολωνός συνθέτης είναι μια αξιοθαύμαστη περίπτωση μουσικού, καθότι αυτοδίδακτος: «Δεν πήγα σε κανένα ωδείο αλλά επειδή η αγάπη μου για την μουσική είναι μεγάλη, κατάφερα όχι μόνο να διαβάζω και να γράφω νότες αλλά να συνθέτω ολόκληρα συμφωνικά έργα και σάουντρακς».

Με πηγαίο ταλέντο, λοιπόν, ο σπουδαίος αυτός δημιουργός φτάνει σήμερα να έχει γράψει μουσική για πάνω από 40 ταινίες, μεταξύ αυτών αρκετές του Κισλόφσκι («Η διπλή ζωή της Βερόνικα», «Ο δεκάλογος», «Μικρή ιστορία για ένα φόνο», «Τα τρία χρώματα: Μπλε, Λευκό, Κόκκινο») αλλά και άλλων σημαντικών σκηνοθετών, όπως της Ανιέσκα Χόλαντ για το «Europa Europa», του Λουί Μαλ για το «Μοιραίο πάθος», του Λούις Μαντόκι για το «Όταν ένας άντρας αγαπά μια γυναίκα» και της δικιάς μας Λουκίας Ρικάκη για το «Κουαρτέτο σε τέσσερις κινήσεις».Όπως αναφέρει ο ίδιος, «ως αιώνιος εραστής της έμπνευσης και της αγάπης για την δημιουργία» απεχθάνεται «τη νοοτροπία του έτοιμου και γρήγορου που μας έχει κατακλύσει ενώ έχει περάσει και στην μουσική». Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι περισσότερες συνθέσεις του έχουν δημιουργηθεί για ταινίες ευρωπαϊκού κινηματογράφου: «Μου πρότειναν να γράψω μουσική για το Χόλιγουντ. Δεν μπορώ να γράψω μουσική για κάτι που δεν με αφορά».

Σημείο αναφοράς στην καριέρα του, η συνεργασία του με τον Κριστόφ Κισλόφσκι για τον οποία αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ήξερα από την αρχή της συνεργασίας μας ότι κάτι τέτοιο θα μου συνέβαινε μόνο μία φορά στη ζωή μου». Ο Κισλόφσκι πρόσεξε τον Πράισνερ το 1981 όταν έγραψε την πρώτη κινηματογραφική μουσική για την ταινία του Αντονι Κράουζε «Δελτίο Καιρού». Έτσι, του πρότεινε να συνεργαστούν στην ταινία που ετοίμαζε εκείνο τον καιρό με τίτλο «Χωρίς τέλος». Μία ταινία «που έτυχε να πολεμηθεί τόσο από το πολιτικό κατεστημένο όσο και από την Καθολική Εκκλησία της Πολωνίας». Τα οφέλη που απέσπασε σαν καλλιτέχνης και κυρίως σαν άνθρωπος από τον σπουδαίο αυτό σκηνοθέτη πολλά. Εκτός φυσικά από την ανάδειξη που του προσέφερε από την πρώτη στιγμή-λόγω της επιτυχίας των ταινιών του-για τον Πράισνερ ο Κισλόφσκι κατάφερε να του δείξει το νόημα της τέχνης που είναι «η ελευθερία της έκφρασης».Όπως αναφέρει ο ίδιος, «ως αιώνιος εραστής της έμπνευσης και της αγάπης για την δημιουργία» απεχθάνεται «τη νοοτροπία του έτοιμου και γρήγορου που μας έχει κατακλύσει ενώ έχει περάσει και στην μουσική». Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι περισσότερες συνθέσεις του έχουν δημιουργηθεί για ταινίες ευρωπαϊκού κινηματογράφου: «Μου πρότειναν να γράψω μουσική για το Χόλιγουντ. Δεν μπορώ να γράψω μουσική για κάτι που δεν με αφορά».

Σημείο αναφοράς στην καριέρα του, η συνεργασία του με τον Κριστόφ Κισλόφσκι για τον οποία αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ήξερα από την αρχή της συνεργασίας μας ότι κάτι τέτοιο θα μου συνέβαινε μόνο μία φορά στη ζωή μου». Ο Κισλόφσκι πρόσεξε τον Πράισνερ το 1981 όταν έγραψε την πρώτη κινηματογραφική μουσική για την ταινία του Αντονι Κράουζε «Δελτίο Καιρού». Έτσι, του πρότεινε να συνεργαστούν στην ταινία που ετοίμαζε εκείνο τον καιρό με τίτλο «Χωρίς τέλος». Μία ταινία «που έτυχε να πολεμηθεί τόσο από το πολιτικό κατεστημένο όσο και από την Καθολική Εκκλησία της Πολωνίας». Τα οφέλη που απέσπασε σαν καλλιτέχνης και κυρίως σαν άνθρωπος από τον σπουδαίο αυτό σκηνοθέτη πολλά. Εκτός φυσικά από την ανάδειξη που του προσέφερε από την πρώτη στιγμή-λόγω της επιτυχίας των ταινιών του-για τον Πράισνερ ο Κισλόφσκι κατάφερε να του δείξει το νόημα της τέχνης που είναι «η ελευθερία της έκφρασης».

Σάββατο 22 Μαΐου 2010

Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Του Νίκου Δήμου από το περιοδικό LiFO

LiFO

Η Μαγκιά και η Κλάψα (29.04.10)

Έβλεπα μία αφίσα της Μελίνας – κι ένιωσα πάλι αυτό το αμήχανο συναίσθημα. Ήταν αναμφισβήτητα μία λαμπερή παρουσία. Τόσο λαμπερή που δεν έγινε ποτέ πολύ μεγάλη ηθοποιός (η παρουσία της υποσκέλιζε τον ρόλο). Αλλά υπήρξε καλή ηθοποιός, ιδιαίτερα όποτε έπαιζε τον εαυτό της, όπως στη Στέλλα και το Ποτέ την Κυριακή.

Ως πολιτικός μολύνθηκε από την Πασοκική ασθένεια του λαϊκισμού – αλλά παρόλα αυτά σαν υπουργός πολιτισμού (του δικού της) άφησε τη σφραγίδα της.

Αλλά ούτε η σκηνική ούτε η πολιτική της παρουσία με κάνουν να νιώθω αμήχανα όταν την σκέπτομαι. Αυτό που με ενοχλεί είναι ένα χαρακτηριστικό που οι περισσότεροι θαύμαζαν σε αυτήν. Η μαγκιά της.

Γενικά η νεοελληνική μαγκιά μου σπάει τα νεύρα – ακόμα κι όταν συνδέεται με γοητεία, όπως στην περίπτωση της Μελίνας. Περιέχει μέσα ιταμότητα, θράσος και συχνά χυδαιότητα που με σκοτώνει.

Αλλά αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά στην αντίδραση που μου φέρνει μία άλλη νεοελληνική στάση: η κλάψα.

Γι αυτό δεν αντέχω έτερον μέγα είδωλο των συμπατριωτών μου: τον Στέλιο Καζαντζίδη. Έτσι και ακούσω αυτή την βαριά μακρόσυρτη φωνή, παθαίνω αλλεργία.

Αυτός δεν είναι «ο καημός της Ρωμιοσύνης» που έγραφε ο Σεφέρης. Η Ρωμιοσύνη έχει λεβεντιά και δύναμη, όπως η δωρική φωνή του Μπιθικώτση. Αντίθετα το παράπονο του Στελλάρα είναι το βογκητό του σκλάβου, του υποταγμένου που σέρνεται κλαψουρίζοντας. Υπάρχει εκεί μία αποδοχή της μοίρας, μία παθητικότητα που με απωθεί.

Τώρα θα μου πείτε τι Έλληνας είμαι εγώ που δεν πάω την Μελίνα και τον Στέλιο; Είμαι μάλλον από την άλλη πάστα που δεν αντέχει την Ελλάδα της μαγκιάς και της κλάψας (όψεις του ίδιου νομίσματος) και προτιμάει την Ελλάδα του Τσιτσάνη, του Χατζιδάκι, του Ελύτη: μία Ελλάδα ευγένειας, βάθους και αξιοπρέπειας. Η χώρα μας έχει μια τέτοια παράδοση που αρχίζει με τον Ερωτόκριτο και τον Σολωμό.

Τελικά πάλι δεν ξέφυγα από την οικονομία. Σκεφθείτε τι σχέση έχουν η μαγκιά και η κλάψα με τα οικονομικά μας χάλια…



Σαν σήμερα, το 1510, πέθανε ο Ιταλός ζωγράφος, Sandro Botticelli, το ταλέντο του οποίου χαρακτήρισε την πρώιμη περίοδο της Αναγέννησης. Με μοναδικό ύφος που κατέστησε τα έργα του αναγνωρίσιμα, ο Botticelli άφησε πίσω αριστουργήματα όπως «Η γέννηση της Αφροδίτης» και η «Άνοιξη».

Ο Alessandro Filipepi, ο οποίος έγινε γνωστός ως Sandro Botticelli εκτιμάται ότι ήρθε στη ζωή γύρω στο 1444, στη Φλωρεντία. Μαθήτευσε δίπλα στον Fra Filippo Lippi όπου ανακάλυψε το δικό του ζωγραφικό ύφος και σε ηλικία 15 ετών ήταν ήδη αναγνωρισμένος για το ταλέντο του – κάτι που του επέτρεψε να ανοίξει δικό του εργαστήριο όπου πολλοί νέοι έσπευσαν να μαθητεύσουν δίπλα του.

Το ύφος του κατέληξε να είναι εμφανώς διακριτό, τα πορτρέτα του έμοιαζαν μελαγχολικά ή θλιμμένα, ενώ η αίσθηση ροής που έδινε στην κίνηση σύντομα έγινε αναγνωρίσιμη και χαρακτηριστική του πινέλου του. Στο έργο του περιλάμβανε στοιχεία τόσο από τη χριστιανική παράδοση όσο και από την παγανιστική. Συχνά επαναλάμβανε στα έργα του τη μορφή μιας θλιμμένης κοπέλας η οποία μοιάζει εντελώς αποκομμένη απ’ όσα συμβαίνουν γύρω της. Ενίοτε παρουσίαζε στους παραδοσιακούς ρόλους τους τα φύλα ενώ άλλες φορές εμφάνιζε τη γυναίκα ως την κυρίαρχη και επιβλητικότερη φιγούρα.

Το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του έγινε για παραγγελίες της πανίσχυρης οικογένειας των Medici, οι οποίοι κατείχαν κορυφαία θέση στην κοινωνία της Φλωρεντίας,. Το 1481 προσεκλήθη στη Ρώμη προκειμένου να συμμετάσχει στη διακόσμηση της Cappella Sistina, μαζί με καλλιτέχνες όπως οι Perugino, Ghirlandaio και αργότερα ο Michelangelo. Ο Botticelli δημιούργησε τρία μεγάλα έργα καθώς και επτά παπικά πορτρέτα στο διάσημο παρεκκλήσι ενώ επιστρέφοντας στην Φλωρεντία φιλοτέχνησε πλήθος έργων σε άλλες εκκλησίες.

Το ύφος του παρουσίασε αξιοσημείωτη αλλαγή με το πέρασμα των χρόνων ενώ έγινε ακόλουθος του μοναχού Savonarola, ο οποίος είχε μεγάλη απήχηση στην Φλωρεντία. Πολλά από τα μέχρι τότε έργα του Botticelli κρίθηκαν ασεβή προς το θεό και κάηκαν μαζί με διάφορα βιβλία. Όταν όμως η δημοτικότητα εγκατέλειψε τον Savonarola, κάηκε ο ίδιος ο μοναχός στο κέντρο της Φλωρεντίας. Πολλοί ακόλουθοί του εγκατέλειψαν την πόλη, όμως ο Botticelli παρέμεινε και συνέχισε να ζωγραφίζει, με έντονο το θρησκευτικό αίσθημα και τους συμβολισμούς σε πολλά έργα του. Κέρδισε τη φήμη του ζωγράφου που φιλοτεχνούσε εξαιρετικά Αγίες Τράπεζες και κέρδισε σημαντικά ποσά από τις αναθέσεις που λάμβανε. Λόγω του σεβασμού στο πρόσωπό του, συμμετείχε στην επιτροπή που επέλεξε το σημείο όπου ο Michelangelo θα τοποθετούσε το άγαλμά του, Δαυίδ.

Ο Sandro Botticelli έφυγε από τη ζωή σε ηλικία περίπου 65 ετών, κατά πολλούς φτωχός και άσημος την ώρα του θανάτου του, κάτι που προέκυψε λόγω της τεράστιας φήμης που είχαν πλέον οι νεότεροί του Michelangelo, Raphael και Leonardo Da Vinci. Τα έργα του θεωρούνται αριστουργήματα της εποχής του όμως χρειάστηκαν περίπου 400 χρόνια μετά το θάνατό του για να αναγνωριστεί η αξία τους. Η πρώτη μονογραφία για τον καλλιτέχνη κυκλοφόρησε μόλις το 1893 ενώ την περίοδο 1900-1920 γράφτηκαν περισσότερα βιβλία για τον Botticelli απ’ ότι για οποιονδήποτε άλλο ζωγράφο.

Σάββατο 8 Μαΐου 2010

χαίρε!





αέρας


Περπατούσα σε υδρατμούς με αρώματα μιας άλλης ζωής.Σε φώτα εσωτερικά που με το έαρ ανέμιζαν. Αρωματισμένα χρώματα.Μεθυστικά!
Με ίχνη εντός μου,μα και τη ζωή που τόσο λίγο αναγνωρίζω, ...την αύρα τους ζω.